H ΕΛΛΑΔΑ παραμένει η μεγαλύτερη ναυτιλιακή δύναμη του κόσμου και δεν κινδυνεύει άμεσα να χάσει αυτή την πρωτιά, αν και, τα τελευταία χρόνια, το μερίδιό της στον παγκόσμιο στόλο μειώνεται ελαφρώς, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη -UNCTAD (United Nations Conference on Trade and Development) που περιλαμβάνονται στην ετήσια έκδοση της Θαλάσσιες Μεταφορές-Review οf Maritime Transport-2007, που δημοσιοποιήθηκε την προηγούμενη Παρασκευή.
Σύμφωνα με την έκθεση, η οποία περιλαμβάνει στατιστικά στοιχεία του τέλους του 2006 για πλοία μεγαλύτερα των 1.000 gt από τη βάση του Lloyds' Register, «η Ελλάδα συνεχίζει να ελέγχει το μεγαλύτερο εμπορικό στόλο του κόσμο», ο οποίος αποτελείτο την 1η Ιανουαρίου 2007 από 3.084 πλοία, συνολικής χωρητικότητας 170,181 εκατ. dwt. To μερίδιό του σε σχέση με τον παγκόσμιο στόλο (σε dwt) ανερχόταν στο 17,39%, ελαφρώς μειωμένο σε σύγκριση με το 2006 που ήταν 18,02%, το 2005 που ήταν 18,48% και το 2004 που ήταν στο 20,26%.
Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι και προ του 2000 και συγκεκριμένα στην έκθεση της UNCTAD, που αφορούσε το έτος 1996, ο ελληνόκτητος στόλος εμφάνιζε «μερίδιο αγοράς» στα επίπεδα του 17,4%, ωστόσο στη συνέχεια το αύξησε σε επίπεδα άνω του 20%. Οι μεγάλοι «ανταγωνιστές» της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας (Γιαπωνέζοι και Γερμανοί) αύξησαν πάντως ελαφρώς τα μερίδιά τους το 2006, ενώ Νορβηγοί και Κινέζοι παρέμειναν στα ίδια επίπεδα.
Ειδικότερα, μετά την Ελλάδα, δεύτερη ναυτιλιακή δύναμη στον κόσμο είναι η Ιαπωνία. Υπό την ιδιοκτησία Ιαπώνων εφοπλιστών ανήκουν 3.330 πλοία, συνολικής χωρητικότητας 147,507 εκατ. dwt. Η Ιαπωνία εμφανίζει αυξημένο αριθμό πλοίων, κυρίως λόγω και της επιβατηγού ναυτιλίας (νησιωτική χώρα). Ακολουθεί η Γερμανία με 2.964 πλοία χωρητικότητας 85,043 εκατ. dwt, με την έμφαση να δίνεται στα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων. Ακολουθεί η Κίνα με 3.184 πλοία, χωρητικότητας 70,39 εκατ. dwt, και η Νορβηγία με 1.810 πλοία, χωρητικότητας 48,697 εκατ. dwt.
Συνολικά, ο παγκόσμιος στόλος έσπασε το ιστορικό φράγμα των 1 δισ. dwt, φθάνοντας, όπως επισημαίνει η UNCTAD, στους 1,04 δισ. dwt στις αρχές του 2007, σημειώνοντας μία αύξηση κατά 8,6% σε σύγκριση με το 2006 και έναντι αύξησης 7,2% το 2005. Η χωρητικότητα των δεξαμενοπλοίων αυξήθηκε το 2006 κατά 8,1% και εκείνη των πλοίων ξηρού χύδην φορτίου κατά 6,2%. Τα δύο αυτά είδη αντιπροσωπεύουν πλέον το 72% της συνολικής παγκόσμιας χωρητικότητας. Ο στόλος των φορτηγών πλοίων (general cargo) αυξήθηκε κατά 4,9% το 2006. Η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφηκε στα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων (η χωρητικότητα του αυξήθηκε κατά 17 εκατ. dwt), η οποία ανήλθε στο 15,5%.
Στο τέλος του 2006, ο υπό παραγγελία παγκόσμιος στόλος αποτελείτο από 6.908 υπό κατασκευή πλοία, συνολικής χωρητικότητας 302,7 εκατ. dwt, εκ των οποίων 118 εκατ. dwt αφορά τα δεξαμενόπλοια, 79 εκατ. dwt τα φορτηγά χύδην ξηρού φορτίου, τα 8 εκατ. dwt γενικού φορτίου, τα 51,7 εκατ. dwt των πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων και 45,6 εκατ. dwt άλλων τύπων πλοίων. Η εκτιμώμενη μέση ηλικία του παγκοσμίου στόλου μειώθηκε οριακά στα 12 χρόνια το 2006. Με βάση τον τύπο πλοίου, ο νεότερος στόλος είναι των πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων με μέση ηλικία τα 9,1 έτη. Η μέση ηλικία των δεξαμενοπλοίων παρέμεινε στα 10 χρόνια, η μέση ηλικία των πλοίων μεταφοράς χύδην φορτίου μειώθηκε ελαφρά από 13,1 σε 12,9 έτη, και τα πλοία γενικού φορτίου συνέχισαν να αποτελούν το γηραιότερο τμήμα του παγκόσμιου στόλου με μέσο όρο ηλικίας τα 17,4 έτη. Επίσης, 35 χώρες ελέγχουν το 95,33% του παγκοσμίου στόλου (με βάση τη χωρητικότητα).
Οπως επισημαίνεται στην έκθεση της UNCTAD, το παγκόσμιο διά θαλάσσης εμπόριο συνέχισε να αυξάνεται και το 2006 σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια. Η αύξηση το 2006 σε σύγκριση με το 2005 ήταν της τάξης του 4,3% ή 7,4 δισ. τόνους. Η ζήτηση για υπηρεσίες θαλάσσιας μεταφοράς που μετράται σε τονο-μίλια αυξήθηκε κατά 5,5% στους 30.686 δισ. τόνους. Τέλος, όπως υπογραμμίζεται στην έκθεση, η ισχυρή και διατηρήσιμη ανάπτυξη της Κίνας, της Ινδίας και άλλων δυναμικά αναπτυσσόμενων χωρών, είναι η βασική κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας και του αυξανόμενου θαλάσσιου εμπορίου.
Πηγή:Ναυτεμπορική