Αισιόδοξοι ότι το εμπορικό λιμάνι του Πειραιά θα βγει από τη «μαύρη λίστα» των μεγάλων εταιρειών διακίνησης εμπορευματοκιβωτίων, ανακτώντας σταδιακά τη χαμένη αξιοπιστία του, εμφανίζονται οι χρήστες του λιμένα, καθώς καταγράφεται, πλέον, σημαντική βελτίωση στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, ως αποτέλεσμα της ύπαρξης και λειτουργίας δύο παρόχων, της κινεζικής Cosco και του ΟΛΠ Α. Ε.
Η αλλαγή, αρχικώς στην οργάνωση της δουλειάς και στη συνέχεια στο κλίμα προς τους πελάτες, άρχισε να γίνεται εμφανής από τον Ιούνιο του 2010 όταν η κινεζική Cosco, μέσω της θυγατρικής της εταιρείας ΣΕΠ Α. Ε., ανέλαβε τη διαχείριση του προβλήτα ΙΙ. Την πολιτική της ΣΕΠ, φαίνεται, ότι αντιγράφει και ο ΟΛΠ με αποτέλεσμα η συνολική εικόνα προς τους πελάτες - εταιρείες να βελτιώνεται. Στελέχη εταιρειών διακίνησης εμπορευματοκιβωτίων υποστήριξαν στην «Κ» ότι πριν από την είσοδο της Cosco στο εμπορικό λιμάνι του Πειραιά τα τιμολόγια του ΟΛΠ σε σχέση με τις υπηρεσίες που παρείχε ο Οργανισμός «ήταν ακριβά». Ετσι πολλές εταιρείες, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους και το γεγονός ότι τα δύο τελευταία έτη σημειώνονταν συνεχείς απεργιακές κινητοποιήσεις, αποφάσισαν να αλλάξουν λιμάνι προορισμού και να επιλέξουν άλλα ανταγωνιστικά λιμάνια προς τον Πειραιά.
Μονοπωλιακή λογική
Κατά τη χρονική περίοδο που ο ΟΛΠ αποτελούσε μονοπώλιο στο εμπορικό λιμάνι του Πειραιά, όπως αναφέρθηκε στην «Κ», το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών ήταν χαμηλό και στο σύνολό τους οι υπηρεσίες ήταν ακριβότερες από άλλα λιμάνια. Ειδικότερα: καταγράφονταν συχνές βλάβες στα τεχνικά μέσα ελλείψει επενδύσεων ενώ η παραγωγικότητα εκινείτο σε χαμηλά επίπεδα. Ενα πλοίο μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων για συγκεκριμένο αριθμό κινήσεων χρειαζόταν στον Πειραιά 24 ώρες, ενώ σε άλλα ανταγωνιστικά λιμάνια χρειαζόταν λιγότερες από 16 ώρες. Στον ΟΛΠ ο κανονισμός λειτουργίας δεν έδινε τη δυνατότητα στον πελάτη να γνωρίζει πόσες ημέρες την εβδομάδα λειτουργεί το λιμάνι αλλά και πόσες ώρες την ημέρα. Ειδικότερα στα τράνζιτ φορτία η τιμολογιακή πολιτική σε συνδυασμό με τις παρεχόμενες υπηρεσίες ήταν ακριβή, καθώς υπήρχαν υπηρεσίες οι οποίες δεν παρέχονταν από τον ΟΛΠ αλλά θα έπρεπε να χρεώνεται γι ’ αυτές ο πελάτης.
Παράδειγμα προς αποφυγήν
Σαν μονοπώλιο ο ΟΛΠ χρέωνε για την εκφόρτωση ενός εμπορευματοκιβωτίου, για παράδειγμα περί τα 100 ευρώ. Ομως στην τιμή αυτή, επειδή δεν παρέχονταν συνολικές υπηρεσίες ο πελάτης πλήρωνε από την τσέπη του επιπλέον χρήματα για τις υπηρεσίες: της καβοδεσίας (δεν υπήρχαν υπάλληλοι του ΟΛΠ για να «δένουν» τους κάβους των πλοίων και ο πελάτης αναγκαζόταν να πληρώνει δικούς του), του «δεσίματος» των εμπορευματοκιβώτιων κατά τη στοίβαξή τους στο πλοίο, και για το «οπερέισον» δηλαδή την παρακολούθηση της φορτοεκφόρτωσης και της στοίβαξης των φορτίων.
Η μη προσφορά των συγκεκριμένων υπηρεσιών αύξανε το κόστος από τα 100 στα 120 ή ακόμη και στα 140 ευρώ ανά εμπορευματοκιβώτιο και σε συνδυασμό με τις καθυστερήσεις που υπήρχαν στη φορτοεκφόρτωση, λόγω απεργιών, συνέβαλαν ώστε ο Πειραιάς να μετατραπεί σε ένα ακριβό, για τις υπηρεσίες που παρείχε λιμάνι και δυστυχώς αναξιόπιστο.
Η είσοδος της Cosco συνέβαλε ώστε να βελτιωθούν οι υποδομές στον προβλήτα ΙΙ αλλά και ο προβλήτας Ι του ΟΛΠ να κατασκευασθεί με σύγχρονο τρόπο. Να αλλάξει η νοοτροπία αντιμετώπισης του πελάτη καθώς η ΣΕΠ πρόσφερε το σύνολο των υπηρεσιών (καβοδεσία, «δέσιμο» «οπερέισον» 24ωρη λειτουργία του προβλήτα ΙΙ) ενώ ο ΟΛΠ, στο πλαίσιο του αναμεταξύ τους ανταγωνισμού, ακολουθεί βελτιώνοντας, αρκετά, τις παρεχόμενες υπηρεσίες του.
Πηγή: Καθημερινή
Αναδημοσίευση: Αλέξανδρος Κουρτέσης, Εκτελωνισμοί, http://www.ektelonismos.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου