Σάββατο 5 Αυγούστου 2000

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ: Οι τελευταίοι κονταρομάχοι του Έγριπου

Ένα αθησαύριστο διήγημα
ΠΑΝΟΣ ΓΕΡΑΜΑΝΗΣ
«Στήθο με στήθο πάλεψε. Σαν τον Μέγα Αλέξαντρο με το κοντάρι μάχονταν. Σαν τον Αγιώργη τον καβαλλάρη το χρυσοκονταράτο». Τελευταίο οχυρό του Ελληνισμού τα Κάστρα της Χαλκίδας. Υπερασπιστής τους ο ήρωας του Σκαρίμπα. Ο τελευταίος κονταρομάχος.
Ένα αθησαύριστο κείμενο του Γιάννη Σκαρίμπα, το ανέκδοτο διήγημα «Οι τελευταίοι κονταρομάχοι του Έγριπου» παρουσίασε πρόσφατα η φιλόλογος (και επί χρόνια συνεργάτις και φίλη του ιδιόρρυθμου λογοτέχνη) Σούλα Παπαγεωργοπούλου-Ιωαννίδου, στις εκδηλώσεις «Σκαρίμπεια 2000» στη Χαλκίδα.

Είναι το δωδέκατο διήγημα της σειράς «Καημοί στο Γριπονήσι», που εκδόθηκαν το 1930 και ως συλλογή αποτέλεσαν την πρώτη ουσιαστική εμφάνιση του Γιάννη Σκαρίμπα στη λογοτεχνία. Η συλλογή αυτών των διηγημάτων είχε δημοσιευθεί τότε στο φιλολογικό περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα». Στο τεύχος Αυγούστου του 1929 (στο ίδιο περιοδικό) δημοσιεύθηκαν «Οι τελευταίοι κονταρομάχοι του Έγριπου», που ο Σκαρίμπας δεν συμπεριέλαβε στην έκδοση των «Καημών...».
Το ύφος, η γλώσσα και η τεχνική σ' αυτό το αθησαύριστο κείμενο είναι πολύ γνώριμα ­ αυτά που αργότερα έκαναν διάσημο τον Σκαρίμπα. Οι περιγραφές είναι πολύ δυνατές. Γεμάτες εικόνες. Μάγκες, κουτσαβάκηδες, παλικαράδες: «Τζογιέ παντελόνι και φαρδύ ζωνάρι και καφούκι στο κεφάλι. Μοβόρικα ασημοκούμπουρα στο ζωνάρι και κάμα δίκοπη».
Με λογοτεχνική δύναμη, ποιητική διάθεση και μεγάλη ευαισθησία, ο Γιάννης Σκαρίμπας φανερώνει εδώ την ιστορία της Χαλκίδας. Περιγράφει τις γειτονιές της, τους ανθρώπους της.
Ο Σκαρίμπας γράφει για τον ηρωισμό των «Κονταρομάχων», αλλά και για την απελπισία τους, για την περιφρόνηση που βίωσαν σαν ανθρώποι ενός υποκόσμου. Ο συγγραφέας στο διήγημά του, τους εξυψώνει σαν θεματοφύλακες των ηθών και των εθίμων της Χαλκίδας. Σαν ιδέα και σαν σύμβολο της Ρωμιοσύνης. Οι «Κονταρομάχοι», τονίζει, με την τραχιά ψυχή τους, τη λεβέντικη, είναι αυτοί που αντιστάθηκαν στη διάβρωση από τις «φράγκικες» ιδέες.
Σε μια εποχή που η «καλή κοινωνία» επέβαλλε να αγνοούνται οι κοινωνικά απόκληροι και η κοσμοθεωρία τους, ο Σκαρίμπας σήκωσε από τη λάσπη ό,τι καλύτερο φυλασσόταν στην τρομαγμένη ψυχή τους και ξεπέρασε τη γραφικότητα που σαν ρετσινιά τούς κυνηγούσε και τους ανήγαγε σε μοναδικούς θεματοφύλακες της Ρωμιοσύνης ως ιδέα και σωτήρια δύναμη για την αναγέννηση του Ελληνισμού.

Ο Γιάννης Σκαρίμπας στη δύση της ζωής του μαζί με τη φιλόλογο Σούλα Παπαγεωργοπούλου Ιωαννίδου

Ως εκάθονταν, ως να έκλαιγε ήταν. Πόνο είχε η ψυχή του, ντέρτι.
Ώστε ν' απόθνησκε ήταν ο πόνος του πολύς. Ώστε να πάρη των ομματιών του και να φύγη. Μακρύ φτερό να πάρη και να πάη πίσ' απ' τον ήλιο. Να μη γλέπη πλειό ήθελε, μήτε ν' ακούη πλειό.
Στριμώχτηκε ο μαύρος. Τον κόλλησαν στον τοίχο. Κι ήμπε στην πάντα, πάει.
Αδρασκελιά τν' αδρασκελιά πισοπατώντας ­ σα θερίο που μάχονταν ­ παράδωκε αυτός το Γριπονήσι. Στραπατσαρισμένος διάβη το γιοφύρι. Νικημένος.
Κάτω τ' άρματα. Που θα πη, όξω αυτός με το σαντούρι του, όξω η Φλώρα η πεντάμορφη, η Αντριώτισσα, η ασικλού, η παινεμένη. Αυτή η πριμαντόνα με τα γούστα. Που χόρευε πάνω στο πάλκο τσάμικο στο νύχι και βάραε τη φτέρνα με το χέρι. Που τρεμοσπάραζε εκείνους τους κόρφους της σαν κόρδα. Πώπαιζε τα ζίλια και στριφογύριζε το ντέφι στον αέρα. Τώρα αδεκεί 'ταν που να μην έσωνε. Που νάταν η 'μέρα μαύρη που γεννήθη.
Εκεί αντίπερα ­ στον άλλον όχτο τ' Έγριπου ­ όξ' απ' τη μπαράγκα του Ξενύχτη κάθουνταν τώρα κι' έγλεπε το ομπρός του, να βράζη, να μπουρμπουλίζη ­ σαν τον πόνο του ­ το ρέμα, αχ αυτό το ρέμα, να διασταυρώνουνται οι φελούκες, γοργά σα γλάροι να περνούν και να πααίνουν τα τροχαντήρια κι' οι γολέτες.
Αυτόν τον κόσμο θώραε ­ το ντουνιά ­ απ' αγνάντια. Αυτή τη Χαλκίδα την πεντάμορφη, τη χώρα αυτή την παινεμένη, που την περιζώνει ερωτικά η θάλασσα, που τη γυρνοβολάν οι γλάροι. Κι' έχει αψηλά για κορώνα της το Κάστρο του Καραμπαμπά.
Αχ ναι, από γης σε γης χτοπίθηκε, μα σαν σ' άκρη κόσμου σουργούνεψε και πάει. (...)
Πιθαμής την πιθαμής, φούρκα τη φούρκα, παράδωσε την Άγια Γης ­ τούτη τη Ρουσαλήμ της Ρωμηοσύνης ­ στους μπαγάσηδες και τσοί λιμοκοντόροι.
Κάτω στην Πιάτσα πρωτάρχισε ο πόλεμος ­ σέρτικος, μοβόρος ­ και περίζωσε τη Χαλκίδα ευθύς απ' άκρη σ' άκρη. Καήκαν αψηλά τα Μαρουχλέικα. Πήρε φωτιά η Σουβάλα και το Πλάτωμα. Στον Καστρομαχαλά το πελεκούδι 'φλέγη.
Στήθο με στήθο πάλεψε.
Σαν τον Μέγα Αλέξαντρο με το κοντάρι μάχονταν. Σαν τον Αγιώργη τον καβαλλάρη το χρυσοκονταράτο. Και σαν τον Αθανάσιο Διάκο, στο τέλος, με μισό ­ σπασμένο ­ γιαταγάνι. Φωτιά στη φωτιά, μπαρούτι στο μπαρούτι.
Αυτός με το σαντούρι και τη Φλώρα έκαιγε το Πλάτωμα κι' οι άλλοι ­ οι γκιοτήδες ­ τούπερναν με μπαμπεσά την Πιάτσα.
Τζογιέ παντελόνι και φαρδύ ζωνάρι φόραε αυτός και το σινάφι του και καφούκι στο κεφάλι. Μοβόρικα ασημοκούμπουρα ήσαν χωμένα ­ σαν να βυζαίναν γαίμα ­ στο ζωνάρι του και κάμα δίκοπη. Κι' οι άλλοι, αυτοί οι γαλαζοαίματοι, οι χτικιάρηδες, γραβάτες και κολλάρα. Μυρουδιές και μόσκους βρωμολογούσαν οι γυναικάκηδες αυτοί.
Τη Φλώρα την Αντριώτισσα είχε αυτός μπαϊράκι και ταμπούρι του, τον αητό αυτόνε, που καθέτανε στον ήλιο κι' ηλιαζέτανε. Κι' οι άλλοι εκείνοι οι χριστιανομάχοι, οι Φράγκοι, δυο γίδες Ιταλίδες κι' εκειούς που θέλαν, σώνει και καλά, να διουν τον Πάπα. Διμούτσουνη κουμπούρα κράταε αυτός στο χέρι του κι' οι άλλοι, αυτοί οι σερνικοθήλυκοι, το Νόμο.
Έτσι τους πήρανε την Πιάτσα. Δηλαδή το ένα ­ το πιο καλό ­ ημισφαίριο του κόσμου. Έτσι σιγά σιγά ρημάξαν τα σοκάκια και οι δρόμοι, οι πάνω μαχαλάδες. Τους άφηνε η δόξα.
Ομπρός στις Ιταλίδες συνάζονταν ο κόσμος, ομπρός στα ταμπούρλα και τα μπρούτζινα καπάκια, που τάκρουε ένας ξουρισμένος με βελάδα κι' ήταν σαν να γκρεμίζονταν γιαλάδικα, σαν να πέφταν πιατοθήκες. (...)
Ως και οι μούτσοι απ' τα καΐκια, ως κι' οι καραβοκυρέοι από τα τροχαντήρια χαζολογούσαν γύρα γύρα. Ως κι' η κουτσή κουρούνα, ως κι' ο κουφός ο βασιληάς στριμώχνονταν να διούνε.
Σαν να καίγανε το Γιούδα αναγάλιαζε ο κόσμος. Ψυχή μου, ούλη νύχτα ως τα χαράματα αχολογούσε η Χαλκίδα. Και ρήμαζαν τα Μαρουχλέικα. Κι' απόμενε άραχλο το Πλάτωμα. Βουβός σα λέφαντας κοίτονταν ­ λουφαγμένος ­ ο Καστρομαχαλάς μέσα στη νύχτα.

Ο Σκαρίμπας (δεξιά) με έναν φίλο του δικηγόρο στη Χαλκίδα το 1933, τέσσερα χρόνια μετά τη δημοσίευση των «Κονταρομάχων»


Ως που μια 'μέρα βάλαν χέρι στα ιερά και στα όσια ­ σ' αυτή την Άγια Τράπεζα ­ στο Πλάτωμα.
Ένα μπουλούκι θεατρίνοι, ξουρισμένοι και βαμμένοι σαν παληάτσοι, συνάχτηκαν εκείς και πρόσταζαν κι' έπερναν μέτρα. Εκεί έστησαν τη «σκηνή» και την «αυλαία». (...) Αφτού, ναι μωρή αφτού, σ' αφτόνε τον απλόγυρο που χόρευαν ­ κι' ήσαν σα να κένταγαν σ' ατλάζι τ' άστρα με την πούλια ­ το ζεμπέκικο ούλοι οι ασίκηδες, ντόπιοι και περαστικοί ­ απ' τα πέρατα του κόσμου. Καραβοκυρέοι θαλασσόλυκοι, καπτανέοι με βράκες και γοβάκια. Μούτσοι ­ θερίοι ­ ασκουμπωμένοι και ξέστηθοι μ' ασπρογάλαζες φανέλλες. Στερεολαδίτες ­ τσελιγκάδες ­ κοκκαλένιοι. Εκεί ένα τσούρμο μπαγαπόντες, λεβαντίνοι, θάπαιζαν, λέει, τις Δυο Ορφανές, την Τόσκα, τον Δον Πέτρο! Πούστε ψυχούλες σέρτικες, πούσαι λεβεντουριά αποθαμένη. (...)
Παν τα Κάστρα, τα Καστέλια. Πάει η Χαλκίδα, ξανάπεσε σε χέρια Βενετσάνων. Οχτροί αγαρηνοί, χριστιανομάχοι τη διαγούμισαν και τη διαφεντεύουν τώρα και τη χαίρουνται.
Ηλεκτροφωτίστηκαν τα Μαρουχλέικα. Ξέπεσαν οι μοσκομάγκες. Ταπεινούς, κακόμοιρους τους κατάντησε η σκλαβιά, η φτώχεια, τους τελευταίους αυτούς κονταρομάχους του Έγριπου. Ποσύρθηκαν στους όξω μαχαλάδες, στα περίχωρα, σαν τα λιοντάρια στις σπηλιές των. Τρίφτηκαν τα κοστούμια τους και τα στιβάλια τους τα έρμα λυώσαν.
Σωριάστηκαν τα έλατα. Άραχλοι και πικραμένοι πορπατούνε. Χαμένοι. Σαν αφιονισμένοι σε κυττάνε. Λες και δε ζουν στον πάνου κόσμο. Λες και στον Άδη κοίτουνται, λεβέντες, σκλάβοι ­ αλυσσοδεμένοι Δράκοι αυτοί ­ σ' αφέντες Τούρκους.
Ναι, στον Άδη στέκουν σαν ψυχούλες πικραμένες, στον Άδη αυτόν:
Πούν' οι κοπέλλες ξέπλεκες,
οι νειοί ξαρματωμένοι,
που στέκουν οι σταυραητοί
χωρίς φτερό και νύχι...
Πολλοί κάνουν θελήματα κι άλλοι γενήκανε κοπέλια. Ως και ψαθάκια φόρεσαν καμπόσοι κατά πώς ο Χριστός τ' αγκάθινο στεφάνι. Και δε σέρνουν πιο στη μέση άρματα, μόν' το πικρύ μες στην καρδιά τους. Ξεροκαταπίνουν τη χολή τους, με το λίγο ζουμί τους βράζουνε.
Δεν πορπατούνε περήφανα σαν τότες, μόνο ριζά ριζά πάνε σκιαχμένοι. Σαν ίσκιοι διαβαίνουν χλιβεροί στα καλντερίμια. Βιάζουνται ώστε να φύγουν, να χαθούν μεσ' στα ντερσέκια. Σα να τους κυγνάν φαντάσματα, σα να τους φοβερίζουν οι διαβάτες. (...)
Κι όπου τους πετύχουν τίποτις περιηγητές ­ γυναίκες κι' άντρες ­ στέκουνται και τους πέρνουν στο φτερό το 'σταντανέ τους. Μπορεί για τα μουσεία να τους χρειάζουνται. Μπορεί σε τίποτες εκθέσεις να τους στήσουν στην Εγρώπη.
Και δεν ποθαίνουν πιο στις φυλακές ­ στα σίδερα ­ μήτε από βόλι πάνε πλειό ή από μαχαίρι. Μόνο σαν τα θεριά κυνηγημένοι ­ σαν το Χριστό κατατρεγμένοι ­ λυώνουν σαν το κεράκι της Λαμπρής και σώνουνται, χτικιάζουν και ποθαίνουν ­ θράσοι ­ στο κρεβάτι.
Κι' απέ αδεκεί στον Αγιάννη τους χουματίζουν σα σκύλους. Ποιους; Αυτούς που σαν απόθνησκαν μεσ' στους καπνούς και μεσ' στα σμπάρα ντύνονταν στα μαύρα η Χαλκίδα. (...)
Αδεκεί τώρα κι' αυτός κάθεται και κλαίει. Αγνάντια κει στην άλλη όχτη, στην ταβέρνα του Ξενύχτη χλίβεται ολονυχτίς η καρδιά του, η απλή, η γενναία.
Ένας πόταμος ­ το σκοτεινό ρέμα τ' Έγριπου ­ τον χωρίζει απ' τη Βαβυλώνα αυτή τη μπαρουτοκαπνισμένη, που της γίνη δαχτυλίδι γύρω γύρω η θάλασσα κι είν' αυτή απάνω του χτισμένη, σα διαμάντι δεμένο σε χρυσάφι.
Αυτή που στέκεται περήφανη κι' ολόρθη στους αιώνες, με την τιάρα του Καραμπαμπά αψηλά στην κεφαλή της, με τα πόδια της χωμένα μες στην άμμο, με το γλέμμα της στραμμένο κατά κεις ­ κατά το δρόμο ­ που 'φάνη μαύρος μέσ' στο σαρίκι του ο καταχτητής, ο Μωχαμέτης. (...)
Βράζει μέσ' στην καρδιά του πάντα ο σεβντάς και το μεράκι. Οι λεβεντογενιές δέκα αιώνων σέρνουνται μέσα του.
Αχ! κόρη άπιστη που τράφης απ' τη σάρκα μας. Π' απ' τη δική μας όψη πήρε το γλέμμα σου την αστραπή κι αντίκρυσες το Μωχαμέτη. Κόρη χρυσή, π' απ' τα ζωνάρια τα δικά μας έσυρες τα κουμπούρια που σου χρειάστηκαν για να 'ματοκυλήσης τους Κονιάρους. Συ χρυσοδόρατη Αθηνά, π' ακόνισες στο βράχο των κορμιών μας την κόψη του σπαθιού σου και χτύπησες τους Σκεπιτάρους και τσου Φράγκους.
Που πρώτα εμάς εκύτταξες στα μάτια, κι' απέ αρνήθης τα κλειδιά των κάστρων σου στους Τούρκους. (...)
Μας άφησες...
Θρέψανε και λουλούδιασαν τριγύρα σου οι κάμποι κι' άλλαξες με δραπάνι το σπαθί σου. Κατάλυσες τους Τούρκους και τσου Φράγκους κι' έσπασες με μια γροθιά ­ σαν νάσαν γυάλινα ­ τα κάστρα σου. Κι' έβαλες στο μουσείο σου την περικεφαλαία και το δόρατο και φόρεσες την τιάρα.
Κι' αψήλωσες πάν' απ' το Δύφρι σου τη κεφαλή σου και καλανάρχισες ψιλό κουβεντολόι με τα πέρατα του κόσμου.
Με τη Σαλονίκη διαλέγεσαι, με το Μωρηά, με τη Μεσόγειο. Βαθειά προς τις παλιές στεριές ρίχτεις το γλέμμα σου, προς στη Χαλκιδική, προς της Σιλεσίας τα μέρη. (...)
Και δέχεσαι τώρα στον οντά σου ­ γλυκογελούσα πλειό ­ ξαρματωμένους Γενοβέζους κι' Οσμανλήδες. Κι' έγινες συ βασίλισσα κι' εμείς σκουλήκια. Κι' έβαλες συ τα καλά και τα χρυσά σου κι' εμάς τριφτήκανε τα παντελόνια. Και συ γελάς και κλαίμε μεις.
Υψώνεις συ περήφανη το μπόι σου και πορπατούμε μεις άραχλοι και σγουμένοι. (...) Σκύβει πάνω στα κόρδα και φαίνεται σαν ο Χριστός γερμένος στο σταυρό του. Γλαρώνουν ­ κλείνουν ­ τα ματάκια του και μοιάζουν έτσι σαν ραμμένα με μετάξι.
Κλαίει και χουχουλιέται ­ μοίρεται χλιβερά σαν τη λαφίνα. Με τα νύχια τσαγκρουνάει το ταξίμι. Με τα ρωγοδάχτυλα χαϊδεύει τα ντουζένια. Λες και κεντάει πάνω τους πούλουδα και παγώνια. Εξωτικό παραμύθι λες και διηγάται μέσ' στη νύχτα. (...)
Σέρτικοι, αψοί, όλο κάμα είν' οι καϋμοί που του σγαρνάνε την ψυχή του. (...) Νοιώθει την πόλη αυτός γερμένη από πάνω του. Είναι η ώρα που μπαίνει στα Χερουβικά του, π' αποτείνεται σ' αυτήν είναι η ώρα.
Ξέρει τη γλώσσα πώς μιλάει το μοσχάρι στη μάνα του. Έχει τον τρόπο πώς παρουσιάζεται ο δούλος στον αφέντη. Του σκουληκιού το φόβο νοιώθει, όταν ρωτάει ο Κύριος για δαύτο. Και τσαγκρουνώντας την ψυχή του και τα κόρδα της λέει απαλά, σα για να μην τήνε ξυπνήσει, της λέει γλυκά μην τύχει και χολιάσει, παρεπονετικά της μολογάει τον πόνο του σα χάδι:
... Έχω καρδιά περίλυπη στην άλυσσο δεμένη, στο δέντρο της υπεμονής είναι περιπλεγμένη...
Δημοσιευτηκε ΣTA NEA" Σάββατο, 5 Αυγούστου 2000